Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρέον — κρέων ruler masc voc sg κρείων ruler masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινόκρεον — οἰνόκρεον, τὸ (ΑΜ) κρέας που διατηρείται μέσα σε ξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κρέον (< κρέας)] … Dictionary of Greek